Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφουγγίζω < αρχαία ελληνική σπογγίζω

  Ρήμα επεξεργασία

σφουγγίζω

  • απομακρύνω τα υγρά ή/και τη βρομιά από μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας ένα απορροφητικό υλικό, σφουγγάρι, πανί, πετσέτα κλπ

  Μεταφράσεις επεξεργασία