ζυμάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζυμάρι | τα | ζυμάρια |
γενική | του | ζυμαριού | των | ζυμαριών |
αιτιατική | το | ζυμάρι | τα | ζυμάρια |
κλητική | ζυμάρι | ζυμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζυμάρι < μεσαιωνική ελληνική < ζυμάριον, υποκοριστικό του ζύμη
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζυμάρι ουδέτερο
- μείγμα από αλεύρι, νερό και μαγιά (συχνά κι άλλα υλικά) που μαλάσσεται (ζυμώνεται) μέχρι να γίνει ένα ομογενές σώμα και από το οποίο μπορούμε να πλάσουμε ψωμί, γλυκίσματα κ.λπ.