Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λουλουδιέρα οι λουλουδιέρες
      γενική της λουλουδιέρας
    αιτιατική τη λουλουδιέρα τις λουλουδιέρες
     κλητική λουλουδιέρα λουλουδιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουλουδιέρα < λουλούδ(ι) + -ιέρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lu.luˈðʝe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λου‐λου‐διέ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουλουδιέρα θηλυκό [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λουλουδιέρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)