λουλουδιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λουλουδιέρα | οι | λουλουδιέρες |
γενική | της | λουλουδιέρας | — | |
αιτιατική | τη | λουλουδιέρα | τις | λουλουδιέρες |
κλητική | λουλουδιέρα | λουλουδιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουλουδιέρα < λουλούδ(ι) + -ιέρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lu.luˈðʝe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐λου‐διέ‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουλουδιέρα θηλυκό [1]
- (αρχιτεκτονική) τμήμα εξώστη ή μπαλκονιού με υποδοχή για λουλούδια
- ※ Στους φουρκάδες κρέμουνται χοντρά μπουκέτα από σπάρτα με χρυσαφιά λουλούδια. Η θάλασσα γεμίζει τσακισμένα κλωνιά και ίσκιους από φύλλα, σα γαλάζια λουλουδιέρα. (Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα, 1949)
- ※ Ένα από τα ωραιότερα στολίδια στην εξωτερική όψη πολλών σπιτιών στα Κύθηρα είναι οι χτιστές λουλουδιέρες που στηρίζονται σε πέτρινα φουρούσια. (Ελένη Χάρου, Η λουλουδιέρα στην Κυθηραϊκή Αρχιτεκτονική, 18 Ιουλίου 2017)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουλουδιέρα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λουλουδιέρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)