φουρούσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φουρούσι | τα | φουρούσια |
γενική | του | φουρουσιού | των | φουρουσιών |
αιτιατική | το | φουρούσι | τα | φουρούσια |
κλητική | φουρούσι | φουρούσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουρούσι < άγνωστης ετυμολογίας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fuˈɾu.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐ρού‐σι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουρούσι ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) οριζόντια προεξοχή σε τοίχωμα κτιρίου, συνήθως από ξύλο, πέτρα ή μάρμαρο, το οποίο χρησιμεύει ως στήριγμα σε εξώστη ή μπαλκόνι ή για αισθητικούς λόγους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουρούσι
|
Πηγές επεξεργασία
- φουρούσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)