Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξώστης οι εξώστες
      γενική του εξώστη των εξωστών
    αιτιατική τον εξώστη τους εξώστες
     κλητική εξώστη εξώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξώστης < μεσαιωνική ελληνική ἐξώστης < αρχαία ελληνική ἐξώστης < ἐξωθέω / ἐξωθῶ (2: (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική balcone)
 
Θεατρική σκηνή, όπως φαίνεται από τον εξώστη.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξώστης αρσενικό

  1. το μπαλκόνι, ιδιαίτερα αυτό που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση δημόσιων προσώπων μπροστά στον λαό
  2. (ειδικότερα) η κατασκευή για θεατές στο εσωτερικό αίθουσας θεάτρου ή κινηματογράφου, που βρίσκεται πιο ψηλά από την πλατεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία