Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουλούδι τα λουλούδια
      γενική του λουλουδιού των λουλουδιών
    αιτιατική το λουλούδι τα λουλούδια
     κλητική λουλούδι λουλούδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Διάφορα λουλούδια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουλούδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λουλούδι(ν) < [1][2]
< είτε αλβανική lule + -ούδι μέσω των αρβανίτικων < παλαιοαλβανικά *lulā
< είτε λατινική lili(um) (κρίνος) + -ούδι με ανομοίωση φωνηέντων [i] [i] < [u] [u] σε υποθετικό τύπο *λίλιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /luˈlu.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λου‐λού‐δι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουλούδι ουδέτερο

  1. (βοτανική) το μέρος του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα αναπαραγωγής του, τα πέταλα και σέπαλα και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός μετά τη γονιμοποίηση, το άνθος
    Η τριανταφυλλιά έβγαλε τα πρώτα της λουλούδια.
  2. (βοτανική) ανθοφόρο φυτό
    φυτεύω λουλούδια
  3. (μεταφορικά για άνθρωπο)
    1. αθώος, απονήρευτος
    2. (ειρωνικό) πονηρός, ανήθικος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λουλούδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.