λοβιτούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοβιτούρα | οι | λοβιτούρες |
γενική | της | λοβιτούρας | — | |
αιτιατική | τη | λοβιτούρα | τις | λοβιτούρες |
κλητική | λοβιτούρα | λοβιτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοβιτούρα < ρουμανική lovitură (κτύπημα) < lovi + -tură < σλαβικής προέλευσης loviti < πρωτοσλαβική γλώσσα *loviti
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lo.viˈtu.ɾa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοβιτούρα θηλυκό
- μπάζα, κόλπο, κτύπημα
- απάτη ή άλλη ανήθικη πράξη με στόχο την κερδοσκοπία, καθώς και το κέρδος που κερδίζει κάποιος με τέτοιους τρόπους
- (γενικότερα) κλοπή
- (κατ’ επέκταση) η χρηματιστηριακή απάτη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λοβιτούρα