Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈba.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπά‐ζα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάζα οι μπάζες
      γενική της μπάζας
    αιτιατική την μπάζα τις μπάζες
     κλητική μπάζα μπάζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπάζα < (άμεσο δάνειο) βενετική baza [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάζα θηλυκό

  1. το κέρδος, η είσπραξη χρημάτων από μια δουλειά, η λεία μιας κλοπής
    οι ληστές έκαναν γερή μπάζα
  2. (σε χαρτοπαίγνια, όπως η πρέφα) χαρτωσιά
    αγόρασε για εφτά μπάζες στα μπαστούνια

Εκφράσεις επεξεργασία

  • δεν πιάνω μπάζα μπροστά του: δεν είμαι ικανός να συγκριθώ μαζί του διότι είναι πολύ καλύτερός μου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μπάζα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μπάζα ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία