Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρηματιστηριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χρηματιστηριακ
ός
η
χρηματιστηριακ
ή
το
χρηματιστηριακ
ό
γενική
του
χρηματιστηριακ
ού
της
χρηματιστηριακ
ής
του
χρηματιστηριακ
ού
αιτιατική
τον
χρηματιστηριακ
ό
τη
χρηματιστηριακ
ή
το
χρηματιστηριακ
ό
κλητική
χρηματιστηριακ
έ
χρηματιστηριακ
ή
χρηματιστηριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χρηματιστηριακ
οί
οι
χρηματιστηριακ
ές
τα
χρηματιστηριακ
ά
γενική
των
χρηματιστηριακ
ών
των
χρηματιστηριακ
ών
των
χρηματιστηριακ
ών
αιτιατική
τους
χρηματιστηριακ
ούς
τις
χρηματιστηριακ
ές
τα
χρηματιστηριακ
ά
κλητική
χρηματιστηριακ
οί
χρηματιστηριακ
ές
χρηματιστηριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρηματιστηριακός
<
χρηματιστήριο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
χρηματιστηριακός -ή -ό
ο σχετικός με το
χρηματιστήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρηματιστηριακός
γαλλικά
:
boursier
(fr)