λατέρνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λατέρνα | οι | λατέρνες |
γενική | της | λατέρνας | των | λατερνών |
αιτιατική | τη | λατέρνα | τις | λατέρνες |
κλητική | λατέρνα | λατέρνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λατέρνα < (άμεσο δάνειο) τουρκική laterna < ιταλική lanterna (φάρος, φανάρι, οδοντωτός κυλινδρικός τροχός σε σχήμα φαναριού, < λατινική lanterna και laterna < αρχαία ελληνική grc < λάμπω [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
λατέρνα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) μηχανικό μουσικό λαϊκό όργανο, κρουστό, φορητό· o πλανόδιος μουσικός γυρίζει ένα στρόφαλο κι έτσι περιστρέφεται ένας κύλινδρος με καρφωμένα στην επιφάνειά του καρφιά, τα οποία κρούουν τις χορδές
- (μεταφορικά) παραφορτωμένο ή παράταιρο ντύσιμο
- ↪ πώς βγαίνεις ετσι έξω, ντυμένη σαν λατέρνα;
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λατέρνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
λατέρνα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.