οργανέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οργανέτο | τα | οργανέτα |
γενική | του | οργανέτου | των | οργανέτων |
αιτιατική | το | οργανέτο | τα | οργανέτα |
κλητική | οργανέτο | οργανέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργανέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική organetto < organ(o) + υποκοριστικό επίθημα -etto (-έτο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾ.ɣaˈne.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γα‐νέ‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργανέτο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) η λατέρνα ή μικρό φορητό μουσικό όργανο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργανέτο
|