Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαρδί τα λαρδιά
      γενική του λαρδιού των λαρδιών
    αιτιατική το λαρδί τα λαρδιά
     κλητική λαρδί λαρδιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαρδί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του ελληνιστική κοινή λάρδος < λατινική lardum (αλατισμένο / παστωμένο κρέας) < αρχαία ελληνική λαρινός (παχύς, λιπαρός) (αντιδάνειο)
 
Ένα μεγάλο κομμάτι λαρδί.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laɾˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαρ‐δί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαρδί ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία