lardo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lardo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lardo | lardoj |
αιτιατική | lardon | lardojn |
lardo (eo)
- το λαρδί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lardo | lardoj |
αιτιατική | lardon | lardojn |
lardo (eo)