καπνιστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
.
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπνιστός < καπνίζω
Επίθετο επεξεργασία
καπνιστός,ή,ό
- που τον έχουν καπνίσει, που έχει υπσοτεί επεξεργασία ή έχει τρόπον τινά μαγειρευτεί με κάπνισμα, συνήθως για τρόφιμο
- καπνιστός σολομός, καπνιστό χοιρινό, καπνιστές ρέγγες