Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λίμπιντο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Libido < λατινική libido

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λίμπιντο θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία