Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόθος οι πόθοι
      γενική του πόθου των πόθων
    αιτιατική τον πόθο τους πόθους
     κλητική πόθε πόθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόθος
(βοτανικός όρος) < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική pothos[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpo.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐θος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόθος αρσενικό

  1. πολύ δυνατή επιθυμία
  2. (φυτό) αναρριχώμενο φυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία