Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κίνητρο τα κίνητρα
      γενική του κινήτρου
κίνητρου
των κινήτρων
    αιτιατική το κίνητρο τα κίνητρα
     κλητική κίνητρο κίνητρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κίνητρο < (κινώ) κινη- + -τρο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική motif. Διαφορετικό το ελληνιστικό κίνητρον (κουτάλα για ανακάτεμα).[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.ni.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κί‐νη‐τρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κίνητρο ουδέτερο

  1. ο λόγος που κάνει κάποιος μια συγκεκριμένη ενέργεια
    τα κίνητρα του υποψηφίου για την προεδρία μπορεί ο καθένας να μαντέψει εύκολα
  2. κάτι που δημιουργεί θετικό κλίμα ή παρέχει σε κάποιον θετικούς λόγους, για να κάνει μια ορισμένη ενέργεια
    ※  ο υψηλός φορολογικός συντελεστής είναι τεράστιο κίνητρο φοροδιαφυγής (Το Βήμα, Ιδέες κατά της φοροδιαφυγής, 17 Οκτ. 2010)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία