Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόμιστρο τα κόμιστρα
      γενική του κομίστρου
κόμιστρου
των κομίστρων
    αιτιατική το κόμιστρο τα κόμιστρα
     κλητική κόμιστρο κόμιστρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόμιστρο < αρχαία ελληνική κόμιστρον < κομίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόμιστρο ουδέτερο

  • το ποσό που πληρώνει ο επιβάτης για να χρησιμοποιήσει ένα μεταφορικό μέσο, τα μεταφορικά έξοδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία