Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
price prices

price (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας price
γ΄ ενικό ενεστώτα prices
αόριστος priced
παθητική μετοχή priced
ενεργητική μετοχή pricing

price (en)

  1. κοστίζω, τιμώμαι
    The book is priced at one thousand euros.
    Tο βιβλίο τιμάται χίλια ευρώ.
  2. τιμολογώ
    The market is already pricing in political risk.
    Πολιτικό ρίσκο τιμολογεί πλέον η αγορά.