Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κομίζω < κομέω & → δείτε τις λέξεις κάμνω και κάνω

  Ρήμα επεξεργασία

κομίζω, αόρ.: κόμισα, παθ.φωνή: κομίζομαι, π.αόρ.: κομίσθηκα

  1. (λόγιο) μεταφέρω, όπως στην έκφραση: κομίζω γλαύκα εις Αθήνας
  2. (λόγιο) προσφέρω
    Ποια καινούργια ιδέα κομίζει η διδακτορική του εργασία;

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

και δείτε τα συγγενικά τους σε -κομιδή, -κόμιση, -κομικός

και

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κομίζω   κομίζομαι 
Παρατατικός  ἐκόμιζον   ἐκομιζόμην 
Μέλλοντας  κομίσω & κομιῶ   κομιοῦμαι & κομισθήσομαι 
Αόριστος  ἐκόμισα   ἐκομισάμην & ἐκομίσθην 
Παρακείμενος  κεκόμικα   κεκόμισμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐκεκομίκειν   ἐκεκομίσμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομίζω < κομῶ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

κομίζω

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία