Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακομίζω < αρχαία ελληνική μετακομίζω < μετά + κομίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μετακομίζω

  1. αλλάζω σπίτι και μεταφέρω στο καινούργιο ό,τι είχα στο παλιό
  2. μεταφέρω (οικοσκευή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία