προσκομισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσκομισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσκομίζω
Μετοχή επεξεργασία
προσκομισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσκομίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσκομισμένος
|
προσκομισμένος, -η, -ο
|