Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρότημα τα κροτήματα
      γενική του κροτήματος των κροτημάτων
    αιτιατική το κρότημα τα κροτήματα
     κλητική κρότημα κροτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρότημα < αρχαία ελληνική κροτώ (-έω) < κρότος (= χτύπημα των χεριών και των ποδιών) < κρούω (= ωθώ, χτυπώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρότημα ουδέτερο

  1. ήχος μικρής διάρκειας που παράγεται από χτύπημα
  2. πολύ στενός ηλεκτρομαγνητικός παλμός (διάρκειας μικρότερης από 200 ms)


Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία