Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακρότημα τα διακροτήματα
      γενική του διακροτήματος των διακροτημάτων
    αιτιατική το διακρότημα τα διακροτήματα
     κλητική διακρότημα διακροτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οι αυξομειώσεις στη συχνότητα των δύο ταλαντωτών (κόκκινο και πράσινο) προκαλεί την διαφοροποίηση στη σύνθεσή τους (μπλε) που εμφανίζει διακροτήματα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακρότημα < αρχαία ελληνική διακροτέω, (διαπερνώ με κρότο) > δια- + (κροτέω) θέμα κροτη- + μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακρότημα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία