κουτσομπολίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτσομπολίστικος < κουτσομπόλης + -ίστικος
Επίθετο επεξεργασία
κουτσομπολίστικος, -η, -ο
- που τον διακρίνει μια διάθεση για κουτσομπολιό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουτσομπολεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτσομπολίστικος
|