κουτσομπόλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτσομπόλης < κουτσομπολ(εύω) + -ης (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.t͡soˈbo.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσο‐μπό‐λης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουτσομπόλης αρσενικό (θηλυκό κουτσομπόλα)
- σχολιαστής της συμπεριφοράς των άλλων, συχνά με αρνητικό τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουτσομπολεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουτσομπόλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας