Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουδουνοφόρος η κουδουνοφόρα
κουδουνοφόρος
το κουδουνοφόρο
      γενική του κουδουνοφόρου της κουδουνοφόρας
κουδουνοφόρου
του κουδουνοφόρου
    αιτιατική τον κουδουνοφόρο την κουδουνοφόρα
κουδουνοφόρο
το κουδουνοφόρο
     κλητική κουδουνοφόρε κουδουνοφόρα
κουδουνοφόρε
κουδουνοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουδουνοφόροι οι κουδουνοφόρες
κουδουνοφόροι
τα κουδουνοφόρα
      γενική των κουδουνοφόρων των κουδουνοφόρων των κουδουνοφόρων
    αιτιατική τους κουδουνοφόρους τις κουδουνοφόρες
κουδουνοφόρους
τα κουδουνοφόρα
     κλητική κουδουνοφόροι κουδουνοφόρες
κουδουνοφόροι
κουδουνοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουδουνοφόρος < κουδούν(ι) + -ο- + -φόρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.ðu.noˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐δου‐νο‐φό‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

κουδουνοφόρος, -α/(-ος), -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κουδούνι και φέρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία