οιστρηλατημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.stɾi.la.tiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐στρη‐λα‐τη‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
οιστρηλατημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος οιστρηλατώ
- ≈ συνώνυμα: οιστρήλατος μετοχές: ενθουσιασμένος, συνεπαρμένος, εξημμένος, διεγερμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
οιστρηλατημένος
|