ενθουσιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενθουσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ενθουσιάζω
Μετοχή επεξεργασία
ενθουσιασμένος, -η, -ο
- που έχει ενθουσιαστεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ενθουσιάζω, ένθεος και θεός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενθουσιασμένος