κομισάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κομισάριος | οι | κομισάριοι |
γενική | του | κομισάριου & κομισαρίου |
των | κομισάριων & κομισαρίων |
αιτιατική | τον | κομισάριο | τους | κομισάριους & κομισαρίους |
κλητική | κομισάριε | κομισάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
- κομισάριος < (άμεσο δάνειο) ρωσική комиссар < γερμανική Kommissar < υστερολατινική commissarius < λατινική commissus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος committo < con- + mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyth₂- / *mith₂- (αλλάζω, αφαιρώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομισάριος αρσενικό
- (πολιτική) (παρωχημένο) επίτροπος (στο ρωσικό κομμουνιστικό καθεστώς)
- (πολιτική) (προφορικό) ο επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης