Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Kommissar (de) αρσενικό

  1. αστυνόμος, διευθυντής αστυνομικού τμήματος
     συνώνυμα: Polizeikommissar