καθεστώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθεστώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθεστώς (ουδέτερο της μετοχής καθεστώς)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θeˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θε‐στώς
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθεστώς ουδέτερο
- (πολιτική) ο τρόπος διακυβέρνησης ενός κράτους
- (πολιτική) το πολίτευμα
- το ισχύον σύστημα, η υπάρχουσα κατάσταση
Συγγενικά επεξεργασία
- καθεστηκυία
- καθεστωτικός
- → δείτε και τις λέξεις κατάσταση και στάση
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθεστώς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
καθεστώς, καθεστῶσα, καθεστώς
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (καθέστατον) του ρήματος καθίστημι με παθητική σημασία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- καθεστηκώς (του παρακειμένου καθέστηκα)