κολποσκόπηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολποσκόπηση | οι | κολποσκοπήσεις |
γενική | της | κολποσκόπησης* | των | κολποσκοπήσεων |
αιτιατική | την | κολποσκόπηση | τις | κολποσκοπήσεις |
κλητική | κολποσκόπηση | κολποσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολποσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολποσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) εξέταση του τραχήλου της μήτρας και του κόλπου από μαιευτήρα / γυναικολόγο με κολποσκόπιο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολποσκόπηση