Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολποσκόπηση οι κολποσκοπήσεις
      γενική της κολποσκόπησης* των κολποσκοπήσεων
    αιτιατική την κολποσκόπηση τις κολποσκοπήσεις
     κλητική κολποσκόπηση κολποσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολποσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολποσκόπηση < κόλπος + -ο- + -σκόπηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολποσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία