κολποσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολποσκόπιο | τα | κολποσκόπια |
γενική | του | κολποσκόπιου & κολποσκοπίου |
των | κολποσκόπιων & κολποσκοπίων |
αιτιατική | το | κολποσκόπιο | τα | κολποσκόπια |
κλητική | κολποσκόπιο | κολποσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολποσκόπιο ουδέτερο
- όργανο με το οποίο γίνεται η κολποσκόπηση