τράχηλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τράχηλος < αρχαία ελληνική τράχηλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
τράχηλος αρσενικό
- ο λαιμός
- (ιατρική) κάθε τμήμα που μοιάζει με το λαιμό
- (ειδικότερα) ο τράχηλος της μήτρας, το κατώτερο μέρος της μήτρας, εκεί που αυτή ενώνεται με τον κόλπο
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τράχηλος αρσενικό