καταρώμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταρώμενος < αρχαία ελληνική καταρώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος καταρῶμαι
Μετοχή επεξεργασία
καταρώμενος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καταριέμαι και κατάρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταρώμενος
|