καταρώμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταρώμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταρῶμαι, συνηρημένος τύπος του καταράομαι < κατάρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐ρώ‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
καταρώμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταρώμαι
|
Πηγές επεξεργασία
- «καταριέμαι, καταρώμαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)