κατάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάρα | οι | κατάρες |
γενική | της | κατάρας | των | καταρών |
αιτιατική | την | κατάρα | τις | κατάρες |
κλητική | κατάρα | κατάρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατάρα < κατά (κατ-) + ἀρά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τά‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάρα θηλυκό
- επίκληση για επέλευση κακού
- αναθεματισμός
- (μεταφορικά) μεγάλη δυστυχία
Συγγενικά επεξεργασία
- Κατάρα (τοπωνύμιο)
Αντώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- ευχή και κατάρα
- την κατάρα μου να 'χεις!
- (τριγυρνάω / γυρίζω / περιφέρομαι) σαν την άδικη κατάρα: (περιφέρομαι) άσκοπα, χωρίς τελειωμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάρα
|