Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάρα οι κατάρες
      γενική της κατάρας των καταρών
    αιτιατική την κατάρα τις κατάρες
     κλητική κατάρα κατάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατάρα < κατά (κατ-) + ἀρά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐τά‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάρα θηλυκό

  1. επίκληση για επέλευση κακού
  2. αναθεματισμός
  3. (μεταφορικά) μεγάλη δυστυχία

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία