καταμερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταμερισμός < ελληνιστική κοινή καταμερισμός < αρχαία ελληνική καταμερίζω < κατά + μερίζω < μέρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.me.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐με‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταμερισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταμερίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καταμερίζω και μέρος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- καταμερισμός εργασίας: η ανάθεση εργασιών ή αρμοδιοτήτων στους εργαζομένους μιας εταιρείας ή επιχείρησης, σχετικών με τις γνώσεις, τις ικανότητες ή την εκπαίδευσή τους
- καταμερισμός φυσιολογικού έργου: (βιολογία) η επιτέλεση μιας συγκεκριμένης λειτουργίας από κάποια κύτταρα ή όργανα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταμερισμός