εταιρεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εταιρεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑταιρεία (σύνδεσμος, αδελφότητα) < ἑταιρεῖος < ἑταῖρος < ἔτης < *ϝέτης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé (ἑός), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική société, compagnie
- για τη μεσαιωνική σημασία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἑταιρεία, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compagnie[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.teˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ται‐ρεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
εταιρεία θηλυκό
- το σύνολο ανθρώπων που συνεργάζονται για κάποιον κοινό σκοπό
- (οικονομία) το σύνολο ανθρώπων και κεφαλαίων που επιτρέπει την παραγωγή, την μετατροπή και την πώληση προϊόντων ή υπηρεσιών
- (ιστορία) βυζαντινό στρατιωτικό τμήμα, φρουρά, που συνήθως αποτελούνταν από ξένους
Άλλες γραφές επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εταίρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εταιρεία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εταιρεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εταιρεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)