καταμέριση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταμέριση | οι | καταμερίσεις |
γενική | της | καταμέρισης* | των | καταμερίσεων |
αιτιατική | την | καταμέριση | τις | καταμερίσεις |
κλητική | καταμέριση | καταμερίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταμερίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταμέριση < ελληνιστική κοινή καταμέρισις < αρχαία ελληνική καταμερίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταμέριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταμερίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταμέριση
|