καρστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
καρστικός
- (γεωλογία) που έχει σχέση ή αναφέρεται σε διάβρωση και αποσάθρωση πετρωμάτων από νερό
- Καρστικοί σχηματισμοί είναι τα σπήλαια με σταλακτίτες και σταλαγμίτες.