Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσάθρωση οι αποσαθρώσεις
      γενική της αποσάθρωσης* των αποσαθρώσεων
    αιτιατική την αποσάθρωση τις αποσαθρώσεις
     κλητική αποσάθρωση αποσαθρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσαθρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσάθρωση < αποσαθρώνω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσάθρωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία