Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβοτσακίζομαι < καράβ(ι) + -ο- + τσακίζομαι, ενεργητική φωνή του τσακίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾa.vo.t͡sa.ciˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐βο‐τσα‐κι‐σμέ‐νος

  Ρήμα επεξεργασία

καραβοτσακίζομαι, π.αόρ.: καραβοτσακίστηκα, μτχ.π.π.: καραβοτσακισμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. (για καράβι) πέφτω σε βράχια και τσακίζομαι
  2. (για άνθρωπο σε καράβι) πέφτει το καράβι με το οποίο ταξιδεύω σε βράχια και κινδυνεύω ή ναυαγώ
  3. (μεταφορικά) ταλαιπωρούμαι
  4. (μεταφορικά) καταστρέφομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία