καραβοτσακισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καραβοτσακισμένος < ΄καράβι και τσακίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
καραβοτσακισμένος
- που έχει συνδεθεί με ναυάγιο πλοίου ή γενικά που έχει ταλαιπωρηθεί πολυ στη θάλασσα (καράβι, καϊκι, αλλά και άνθρωπος, όπως ένας ψαράς ή κυρίως ένας ναυτικός)
- που είναι πολύ ταλαιπωρημένος, που έχει βασανιστεί στη ζωή του, έχει περάσει από εξαιρετικά μεγάλες δοκιμασίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
καραβοτσακισμένος
|