καταστρέφομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταστρέφομαι< παθητική φωνή του ρήματος καταστρέφω
Ρήμα επεξεργασία
καταστρέφομαι
• κάνω πληγές δημιουργώ κενά , φθείρομαι , χαλάω έμενα ψυχικά , σωματικά
καταστρέφομαι
• κάνω πληγές δημιουργώ κενά , φθείρομαι , χαλάω έμενα ψυχικά , σωματικά