Δείτε επίσης: κανάτα, κανάτια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντάτα οι καντάτες
      γενική της καντάτας των καντατών
    αιτιατική την καντάτα τις καντάτες
     κλητική καντάτα καντάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καντάτα < (λόγιο δάνειο) ιταλική cantata < λατινική cantata, θηλυκό του cantatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος canto < θαμιστικό του cano (τραγουδώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kanˈta.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καν‐τά‐τα ή κα‐ντά‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καντάτα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία