Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορχήστρα οι ορχήστρες
      γενική της ορχήστρας των ορχηστρών
    αιτιατική την ορχήστρα τις ορχήστρες
     κλητική ορχήστρα ορχήστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορχήστρα < από το αρχαίο ὀρχήστρα ( = πλατεία για χορό) < από το ρήμα ὀρχοῦμαι.
 
Μια συμφωνική ορχήστρα.
 
Ορχήστρα αρχαίου θεάτρου.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορχήστρα θηλυκό

  1. (μουσική) ένα σύνολο από μουσικούς ή μουσικά όργανα που εκτελούν πολυφωνική μουσικά κομμάτια με συγκεκριμένη δομή ή αυτοσχέδια (ορχηστική μουσική).
    Συμφωνική Ορχήστρα
    Φιλαρμονική Ορχήστρα
    ορχήστρα τζαζ
  2. ο κυκλικός χώρος ενός αρχαίου θεάτρου, ανάμεσα στο κοίλο και στο προσκήνιο
    Οι ηθοποιοί βγήκαν στην ορχήστρα.
  3. στα κλασικά και σύγχρονα θέατρα και όπερες, ο χώρος για τους μουσικούς
    Το θέατρο ήταν μικρό και χωρίς ορχήστρα.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία