Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορχηστρούλα οι ορχηστρούλες
      γενική της ορχηστρούλας
    αιτιατική την ορχηστρούλα τις ορχηστρούλες
     κλητική ορχηστρούλα ορχηστρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορχηστρούλα < ορχήστρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορχηστρούλα θηλυκό

  1. μικρή ορχήστρα
  2. (μεταφορικά) ειρωνικά ή χαϊδευτικά: για μικρής εμβέλειας ή ποιότητας ορχήστρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία