καλαθοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαθοφόρος < (καλάθι) κάλαθ(ος) + -ο- + -φόρος ή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κᾰλᾰθηφόρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.la.θoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐θο‐φό‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
καλαθοφόρος, -ος / -α, -ο
- που φέρει, μεταφέρει ή κρατά καλάθι / κάλαθο
- ↪ καλαθοφόρος γερανός, καλαθοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα
- ↪ το ανάγλυφο παρουσιάζει καλαθοφόρο θεά σε όρθια στάση
Άλλες μορφές επεξεργασία
- καλαθηφόρος (κατά τα αρχαία ελληνικά)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαθοφόρος
Πηγές επεξεργασία
- ως αρσενικό ουσιαστικό - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .